θεωρητός — that may be seen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητόν — θεωρητός that may be seen masc acc sg θεωρητός that may be seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητοῖς — θεωρητός that may be seen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητοί — θεωρητός that may be seen masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητούς — θεωρητός that may be seen masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῆς — θεωρητός that may be seen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητή — θεωρητός that may be seen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῶς — θεωρητός that may be seen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῷ — θεωρητός that may be seen masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… … Dictionary of Greek